Σήμερα είναι τα γενέθλια ενός ανθρώπου που αποτελεί ένα από τα λίγα «Για Πάντα» στην ζωή μου.
Ο Δημήτρης κι εγώ γνωριστήκαμε μέσω της δουλειάς, μέσω του MAD, μέσα στους διαδρόμους, στα γραφεία και μετά στο studio που κάναμε κάθε μέρα μαζί εκπομπή για δύο χρόνια, και αργότερα όταν μας χώριζαν οι δουλειές, συνεχίζαμε να γνωριζόμαστε μέσω της ζωής. Δεν χαθήκαμε επειδή απλά σταματήσαμε να δουλεύουμε μαζί κι αυτό να ξέρετε είναι το πρώτο τεστ για τις “φιλίες του χώρου”.
Σήμερα γίνεται 35, είναι στην καλύτερή του φάση επαγγελματικά κι εγώ είμαι πάντα υπερήφανη για αυτό το “περίεργο” παιδί που μπορείς να τον αντιπαθείς αν δεν τον καταλάβεις, αλλά τον αγαπάς τρελά αν πιάσεις το νόημά του.
Κι εγώ ελπίζω οτι το έχω πιάσει, γιατί αυτό είναι ένα δημόσιο “Σε αγαπάω” για όλα όσα είσαι. Κι ένα ακόμη πιο δυνατό “Σε Ευχαριστώ” για όλα όσα ξέρεις εσύ.
Κι ευχαριστώ που μου θύμησες εκείνη την αντίστοιχα “περίεργη” ιστορία που είχα γράψει ένα βράδυ που σκεφτόμουν το απόλυτο κλισέ “Οι άνθρωποι μεγαλώνουμε” γιατί κάπως έτσι σήμερα θα αφήσω εδώ για 8η φορά, μια ιστορία που γεννήθηκε στο κεφάλι μου, αλλά που με έναν περίεργο τρόπο νομίζω οτι έχει βρεθεί στο κεφάλι όλων.
Το ξέρατε οτι θα υπάρξει κάποια στιγμή αυτό το τραγούδι εδώ, οπότε, αυτό το παραμύθι διαβάζεται καλύτερα αν ακούς αυτό:
Το μικρό αυγουλάκι κουνιόταν μέσα στην φωλιά.
Η μαμά του είχε φύγει και εκείνο ήταν έτοιμο να βγει στον κόσμο και να μεγαλώσει και να φτιάξει την δική του ζωή.
Είχε βαρεθεί να μένει κλεισμένο άλλο πια σε αυτό το γαλάζιο πιτσιλοτό κέλυφος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει περιμένοντας ήταν να σκέφτεται και να σχεδιάζει το μέλλον του και να ονειρεύεται την ζωή ελεύθερο. '
Ηθελε τόσα πολλά πράγματα να γίνει.
Ήθελε τόσα πολλά πράγματα να καταφέρει.
Ήθελε σε τόσα πολλά πράγματα να μοιάσει κι όμως να διαφέρει.
Καταπιεζόταν από τα στρογγυλά τοιχώματα του αυγού που το περιέβαλε. Και καταπιεζόταν από τα λόγια της μαμάς του που καθόταν πάνω του για να το ζεστάνει και έλεγε για τα δικά της όνειρα και σχέδια για το νεογέννητο. Και καταπιεζόταν που γυρνούσε ο μπαμπάς το βράδυ και το χάιδευε και του έλεγε για τα δικά του όνειρα και σχέδια.
Τα βράδια καθόταν συχνά κουλουριασμένο σε μια πλευρά και έβαζε με το μυαλό του όλα αυτά που είχε ακούσει, όλα τα όνειρα και τις προσδοκίες των άλλων και σκεφτόταν και τα δικά του και έκανε υπολογισμούς και πάντα κατέληγε να κάνει προσευχές.
Προσευχόταν να ζήσει πολλά χρόνια για να προλάβει να τα κάνει όλα. Γιατί ήταν πάρα πολλά και δεν ήξερε με ποιά να ξεκινήσει και ανησυχούσε μήπως ξεχάσει τα δικά του και μείνει να πραγματοποιεί μόνο τα όνειρα των άλλων.
Το σίγουρο ήταν πως όσο περνούσε ο καιρός τόσο μπερδευόταν . Και ήταν ώρες που ήθελε να χτυπάει με δύναμη το αυγό για να σπάσει και να βγει έξω και να πει σε όλους που περίμεναν από εκείνο πράγματα, ότι δεν έχει τίποτα να δώσει.
Και ήταν ώρες που ήθελε να μείνει εκεί, κουλουριασμένο στην ζεστούλα και όποτε καταπιεζόταν απλά να ουρλιάζει με όλη την δύναμη της ψυχής του και μετά από λίγο να ηρεμεί και να παραμένει σε αυτήν την ζεστασιά για πάντα.
Αναποφάσιστο και τρομαγμένο, εκείνο το πρωινό, κοιτούσε με κομμμένη την ανάσα την ρωγμή που είχε δημιουργηθεί ξάφνικα στο πιτσιλωτό κέλυφος.
Έγινε χωρίς να το σχεδιάσει και χωρίς να είναι προετοιμασμένο. Εκείνο το πρωί, όπως όλα τα πρωινά, όταν ξύπνησε κοίταξε γύρω του, χαμογέλασε και τεντώθηκε με ένα φιλάρεσκο τρόπο. Μόνο που εκείνο το πρωί καθώς ξεδίπλωνε τα χέρια του και τα πόδια του συνειδητοποίησε πως ο χώρος δεν είναι πια αρκετός μέσα στο αυγό του. Χτύπησε με φόρα το δεξί του πόδι και το κρακ που ακούστηκε του έκοψε την ανάσα.
"Όχι, όχι δεν μπορεί. Δεν γίνεται να σπάσει τώρα..δεν γίνεται να σπάσει ακόμη. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω εκεί έξω." Επαναλάμβανε ψιθυριστά στον εαυτό του.
Πιεζόταν και διπλωνόταν και προσπαθούσε να μείνει όσο πιο μακριά μπορούσε από εκείνη την ρωγμή μήπως και δεν ανοίξει περισσότερο αλλά λίγες ώρες αργότερα το σώμα του άρχισε να πονάει, κι εκείνο άρχισε να κλαίει. Γέμισαν τα μάτια του δάκρυα και τρανταζόταν ολόκληρο από τα αναφιλητά.
"Δεν χωράω άλλο, δεν χωράω... Τόσο κρίμα. Ήταν όλα τόσο τέλεια μέχρι τώρα. Γιατί να μου συμβαίνει αυτό τώρα? Εγώ δεν ήθελα να μεγαλώσω άλλο. Δεν με ένοιαζε να μακρύνουν τα πόδια μου και ο κορμός μου και τα χέρια μου. Δεν το ήθελα αυτό. Δεν το ζήτησα από κανέναν. Και στ'αλήθεια δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μεγαλώνει μαζί μου και το αυγό. Μαμάαααα..."
Έκλαιγε και φώναζε..
"Μαμάάάά...δεν με αγαπάς πια? Γιατί? Γιατί δεν με αγαπάς πια? Γιατί δεν κάθεσαι πάνω μου να μεγαλώσεις κι άλλο το αυγό μου?"
Κι έκλαιγε με πραγματικό πανικό και το αυγό τρανταζόταν όλο και περισσότερο. Και η ρωγμή δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη αυτή την πίεση και και και…
και έσπασε.
Το φως που έπεσε πάνω του το τύφλωσε και έκλεισε κατευθείαν τα μάτια του. Άκουγε τις τσιρίδες της μαμάς του και τα χαρούμενα λόγια του μπαμπά του και ήθελε όσο τίποτα άλλο να ανοίξει τα μάτια του και να τους δει.
Να δει πως μοιάζουν αυτές οι φωνές που άκουγε τόσο καιρό κλεισμένο στο αυγό του και την ίδια στιγμή δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα.
Δεν μπορούσε να δει, δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να κουνηθεί. Καταλάβαινε όλα όσα συνέβαιναν γύρω του και απλά δεν μπορούσε να αντιδράσει σε τίποτα. Σε κανένα ερέθισμα.
Οι τσιρίδες της μαμάς του κόπασαν μετά από λίγο και τα γεμάτα χαρά λόγια του μπαμπά του είχαν τώρα ανησυχία.
"Γιατί δεν κουνιέται το παιδί? Γιατί , γιατί δεν έχει κλάψει ακόμη? Πώς θα πάρει ανάσα αν δεν κλάψει?” φώναζε στους γιατρούς.
Τον άκουγε. Καταλάβαινε την ανησυχία τους. Δεν ήθελε να τους προκαλέσει κανέναν πόνο μα κι εκείνο έιχε ανησυχία. Και φόβο. Και πόνο. Και μια απόφαση να πάρει. Γιατί ήταν κρύα εκεί έξω. Και θα έπρεπε να παλέψει. Και δεν ήξερε αν μπορεί. Και ήταν μόνο του. Και ήταν κάπως πιο εύκολο να τα παρατήσει πριν καν ξεκινήσουν όλα.
Και λυπήθηκε. Για το αυγουλάκι του που έσπασε, και την ζεστασιά που έχασε και την ασφάλεια που δεν ήξερε αν θα ξανανιώσει. -Για το παρελθόν.- Και μετά θυμήθηκε, τα όνειρά του και λυπήθηκε που ούτε αυτά θα ζήσει. Που θα τα παρατούσε πριν καν ξεκινήσουν όλα. Που θα τα παρατούσε πριν καν τα προσπαθήσει. -Για το μέλλον.-
Και στο παρόν η λύπη απλώθηκε, παρέα με κάτι καινούρια παχουλά δάκρυα κι έναν λυγμό.
Και η απόφαση πάρθηκε.
Και το παιδί ανάσανε!”
[Ει ψιτ. Να προσπαθείς. Ακόμη κι όταν είναι πολύ πιο βολικό να μην.
Εσύ να προσπαθείς.]
*αγκαλιά
boo!
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για τάσεις και νέα στη Μόδα, Celebrity και Gossip News στο missbloom.gr