Παρατηρώ την κόρη μου να παίζει. Βλέπω τα γερά πόδια της, τα μακριά χέρια της, τον τρόπο που τινάζει τα μαλλιά της και θυμάμαι… Θυμάμαι εκείνο το κοριτσάκι που έκανε δυο βήματα και έπεφτε, που άπλωνε δυο μικρά χεράκια να με αγκαλιάσει, που φοβόταν το βράδυ, που λέγαμε παραμύθια. Μια ολόκληρη εποχή, που ήταν μικρούλι, τόσο μικρό που χωρούσε παντού, που φοβόμουν να το κρατήσω… Και βλέπω ότι μια ολόκληρη εποχή πέρασε σαν νερό, σαν την άμμο αυτής της παραλίας μέσα από τα χέρια μου. Και σκέφτομαι πόσους από αυτούς τους κόκκους άμμου πρόλαβα να κρατήσω, να ζήσω, να νιώσω; Πολλούς είναι η αλήθεια, αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετοί, και ποτέ δεν θα είναι.
Ο χρόνος κυλά σαν νερό και οι εποχές που ήταν μικρά περνάνε γρήγορα.
Αυτό από μόνο του είναι ένα σοφό δίδαγμα για εμάς τους γονείς. Να ζήσουμε όσο μπορούμε αυτές τις μοναδικές στιγμές που δεν γυρίζουν πίσω. Γυρίζουν μόνο μέσα στο μυαλό μας, μέσα από φωτογραφίες και βίντεο που έχουμε αποθηκεύσει σε σκληρούς δίσκους για να ανατρέχουμε όποτε θέλουμε να βουτήξουμε σε εκείνη την εποχή.
Συχνά κατηγορώ τον εαυτό μου που βιαζόμουν να μεγαλώσει. Συχνά ήθελα να γίνουν όλα γρήγορα μέχρι να μπορούμε να «συνεννοηθούμε». Πάντα είχα μια δικαιολογία γι΄ αυτό. Άντε να περάσουν οι πρώτοι μήνες, έλεγα, να αρχίσει να καταλαβαίνει. Μόλις έφτανα σε αυτή την περίοδο έλεγα «άντε να περπατήσει λίγο να πηγαίνουμε βόλτες». Μετά «άντε να πάει στο νηπιαγωγείο», «άντε να πάει στο σχολείο» και τελικά φτάσαμε στην έκτη δημοτικού.
Βιάστηκα, πολύ είναι η αλήθεια. Μέσα μου. Πολλές φορές η κούραση, η αδιαμφισβήτητη κούραση που νιώθεις σαν μάνα, σε κάνει να ονειρεύεσαι το παιδί σου μεγάλο και εσένα «ελεύθερη» από τις μικροέννοεις του τι θα φάει, μην πνιγεί, να περπατήσει, να βγάλει την πάνα, να λέει τραγουδάκι, να βγάλει τα δοντια και τόσα άλλα. Μέσα σε αυτή τη «βιασύνη» που διέπει τη ζωή μας ξεχνιόμαστε και μπαίνουμε άθελά μας σε αυτή τη «δίνη» του «άντε να τελειώνουμε»...