«Σταμάτα επιτέλους παλιόπαιδο! Σου είπα χίλιες φορές να μη πειράζεις τη μικρή σου αδερφή!» φωνάζει η Άννα -που μόλις έχει γυρίσει από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά- στο γιo της. Ο γιος της βάζει τα κλάματα, αλλά η Άννα συνεχίζει ακάθεκτη: «Βαρέθηκα να μην ακούς τίποτε από αυτά που σου λέω!». Ο γιος της την κοίταζε στα μάτια τρομαγμένος, κλαίγοντας.
Αφού ξέσπασε η Άννα, συνήλθε και μετάνιωσε για τη συμπεριφορά της. Mακάρι να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να μη φώναζε στο γιο της. Αλλά πάνω στην κούραση, τα νεύρα και την απογοήτευσή της από την ανυπακοή του, το έκανε.
Τα παιδιά είναι παιδιά, δεν είναι ρομποτάκια προγραμματισμένα να κάνουν κάθε στιγμή το σωστό και αυτό που εσείς επιθυμείτε. Να τι αισθάνονται και τι πιστεύουν τα παιδιά, όταν οι γονείς τους τους βάζουν τις φωνές.
1. Το παιδί νιώθει ότι δεν το αγαπάτε.
Τόσο απλά. Όταν βάζετε τις φωνές στο παιδί σας, όταν ουρλιάζετε, όταν η επικοινωνία γίνεται σε τεταμένη ατμόσφαιρα, ακόμα και αν έχετε 100% δίκαιο, το παιδί σας βλέπει έναν άνθρωπο εκτός εαυτού. Αυτή σας η στάση το κάνει να νιώθει ότι δεν το αγαπάτε.
Το πιο σημαντικό στοιχείο για την ψυχολογική ανάπτυξη ενός παιδιού και την ευημερία του είναι η αίσθηση ότι οι γονείς του το αγαπάνε. Και μάλιστα το αγαπάνε πολύ, και χωρίς όρους (να μην λένε ή δείχνουν οι γονείς στο παιδί «αν έχεις καλή συμπεριφορά σε αγαπώ, αν δεν έχεις καλή συμπεριφορά δε σε αγαπώ»).
2. Το παιδί νιώθει ότι δεν αξίζει.
Όταν φωνάζετε στο παιδί σας το κάνετε να αισθανθεί ότι δεν αξίζει σαν άνθρωπος. Με αυτό τον τρόπο το μειώνετε, του δείχνετε ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι δύναμης και εξουσίας: εσείς βάζετε τις φωνές και αυτό υποχωρεί και κρύβεται στη γωνιά του, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Όταν φωνάζετε στο παιδί του δείχνετε ότι εκείνη την ώρα δε μετράει, δεν αξίζει σαν υπολογίσιμο άτομο...