Olive Garden, Ο κήπος της Πανεπιστημίου

Στον 11ο όροφο του Titania η ελληνική κουζίνα είναι στα καλύτερα της. Γεμάτη αρώματα, γεύσεις και εικόνες από όλες τις περιοχές της Ελλάδας.

ΓΡΑΦΕΙ: ΝΙΚΟΣ ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

Προσπερνάω κάπως βιαστικά τον κόσμο στο -εντυπωσιακά κατάμεστο για αρχές Οκτωβρίου- lobby του Titania και παίρνω το ασανσέρ για τον 11ο όροφο. Συνειδητοποιώ ότι έχω αρκετά χρόνια να ανέβω στο Olive Garden και αναρωτιέμαι πραγματικά για ποιο λόγο το εστιατόριο αυτό βγήκε από το χάρτη μου, αφού θυμάμαι ότι το φαγητό ήταν πάντα πολύ καλό. Καταλήγω ότι κάποιες φορές απλώς συμβαίνει. Όπως χάνεις για ένα διάστημα έναν καλό φίλο αλλά ξέρεις ότι είναι πάντα εκεί, και όταν τελικά τον ξαναβλέπεις είναι σαν να μην πέρασε μια ημέρα.

Έτσι ακριβώς νιώθω αντικρίζοντας ξανά την μοναδική θέα 360 μοιρών από το roof του Titania. Δύσκολο να αποφύγεις το κλισέ “η Αθήνα στο πιάτο”. Ξεκινάμε από το Λυκαβηττό που δεσπόζει στο φόντο του μπαρ, συνεχίζουμε με Υμηττό, Σύνταγμα, Ακρόπολη -βεβαίως- Γκάζι και καταλήγουμε σε Ομόνοια και Στρέφη. Όλο το κέντρο. Φυσικά έχω επιβεβαιώσει τη φήμη μου και έχω καταφέρει να αργήσω περίπου μισή ώρα για το ραντεβού μου με τον Χρήστο Τζιλήρα -executive chef του Olive Garden- νιώθω ότι είμαι στα όρια της αγένειας δηλαδή αν δεν τα έχω ξεπεράσει κιόλας, ωστόσο έχω φτάσει την πλέον κατάλληλη ώρα: μόλις έχει πέσει ο ήλιος και σιγά-σιγά ανάβουν τα φώτα της Αθήνας από κάτω κάνοντας την Πανεπιστήμιου και τη Σταδίου το τέλειο φόντο για ένα urban δείπνο.

Ο Χρήστος έχει ετοιμάσει ένα μενού ενδεικτικό της κατεύθυνσης της κουζίνας του Olive Garden. Ξεκινάμε με δύο χαρακτηριστικά πρώτα: γαρίδες σαγανάκι με καπνιστή μελιτζανοσαλάτα και κατίκι Δομοκού το ένα, γεμιστοί κολοκυθοανθοί με μετσοβόνε και απάκι Κρήτης το άλλο. Ο Χρήστος καταφέρνει να αξιοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο υλικά, τεχνικές και συνταγές της Ελλάδας δημιουργώντας γεύσεις-πρεσβευτές της ελληνικής κουζίνας σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό κάνει όλα αυτά τα χρόνια που είναι στο τιμόνι του Olive Garden και θεωρώ ότι αυτό είναι και το σήμα-κατατεθέν της κουζίνας του, η υπογραφή του. Συνεχίζουμε στο ίδιο concept και περνάμε στο επόμενο πιάτο, ένα “ριζότο αλά γεμιστά” με ξύγαλο Σητείας, απάκι Κρήτης (και πάλι), άρωμα Μαντίνειας και φρέσκια ντομάτα. Αν το δοκίμαζα με κλειστά μάτια θα ορκιζόμουν ότι τρώω γεμιστά, αυτά τα καλοφτιαγμένα σούπερ αρωματικά γεμιστά όπως μου αρέσουν εμένα, χωρίς κιμά. Κι όμως στο πιάτο μπροστά μου βρίσκεται ένα ριζότο, το πιο ελληνοπρεπές ριζότο που μπορεί να υπάρξει. Σίγουρα.

Το μενού στο Olive Garden αλλάζει δύο φορές το χρόνο, σύμφωνα με τις εποχές. Υπάρχει το μενού άνοιξη-καλοκαίρι και το μενού φθινόπωρο-χειμώνας. Ρωτάω πώς μπαίνει ένα καινούριο πιάτο στην κάρτα, ποια είναι η διαδικασία. “Στην αρχή το δοκιμάζω στην κεντρική κουζίνα του ξενοδοχείου” λέει ο Χρήστος. “Μετά το συνταγογραφώ και το παρουσιάζω στην ομάδα εδώ. Αυτή είναι η διαδικασία για ένα δικό μου πιάτο, βέβαια πάντα ζητάω και από τα παιδιά τις δικές τους ιδέες. Τους λέω να μου γράψουν τις προτάσεις τους να τις δω. Όσα πιάτα πιστεύω ότι μας κάνουν τα δοκιμάζουμε και αν συμφωνούμε όλοι τα βάζουμε στο μενού”.

Τώρα στο τραπέζι μας βρίσκεται ένα ψητό φαγκρί με αυγολέμονο, σπαράγγια της θάλασσας, μάραθο και αυγοτάραχο Μεσολογγίου. “Τα σπαράγγια της θάλασσας είναι ένα χόρτο σαν την αλμύρα αλλά με πιο έντονη γεύση” διευκρινίζει βλέποντας την απορία στο βλέμμα μου. Αυτά είναι τα καλά του να έχεις στο τραπέζι τον chef. Το πιάτο έγραψε. Ανάλαφρο, αρωματικό, ισορροπημένο, υπέροχο, θέλω και δεύτερο, θέλω και για το σπίτι. Μετά το φαγκρί θεωρώ ότι πάμε για το επιδόρπιο, έχω άλλωστε πλέον σαφή εικόνα της ελληνικότητας του μενού, αλλά ο chef επιμένει να δοκιμάσουμε ένα ακόμα κυρίως από το μενού, ένα κρέας.

Έρχονται, λοιπόν, τα παϊδάκια από νεφραμιά αρνιού, καπνιστή μελιτζανοσαλάτα και σάλτσα με πετιμέζι, θυμάρι και βασιλικό. Δεν έχω πει ότι εγώ αρνί δεν τρώω ούτε το Πάσχα, το σημειώνω αυτό γιατί έχει σημασία. Εμένα, λοιπόν, αυτόν τον άνθρωπο που το αρνί το θέλει μόνο στο λιβάδι και όχι στο πιάτο, η συγκεκριμένη συνταγή με έκανε να το σκεφτώ. Να το σκεφτώ τόσο που μάλλον θα το δοκίμαζα και στη χειμωνιάτικη εκδοχή που ετοιμάζει ο Χρήστος αντικαθιστώντας την καπνιστή μελιτζανοσαλάτα με σελινόριζα ή κόκκινη κολοκύθα. Πιστεύω αυτό λέει πολλά.

Κλείνουμε με μια crème brulee σε βάση αμυγδαλόπιτας και άρωμα μαστίχας και φρέσκα φρούτα. Το ιδανικό για το τέλος, δεν υπήρχε καλύτερο, είμαι σίγουρος. Ρωτάω τον Χρήστο αν σε αυτό το τόσο ελληνικό μενού υπάρχει θέση για το -διαχρονικά αγαπημένο μου- ρυζόγαλο. “Ναι” μου απαντάει, “ρυζόγαλο έχουμε στο πρωινό και μάλιστα πηγαίνει και πολύ καλά”. Φεύγω από το Titania με ανανεωμένο ραντεβού για πρωινό το συντομότερο δυνατό και μια τσάντα με ρυζόγαλα από τον chef.