Έχω προσέξει πως εμείς οι άνθρωποι σε δυο καταστάσεις μας ντρεπόμαστε υπερβολικά. Πολύ δύσκολο να τις ομολογήσουμε ακόμη και στον εαυτό μας. Όταν δυσκολευόμαστε για κάτι προς τον εαυτό μας, αυτό το κάτι δυσκολεύεται χειρότερα να εκδηλωθεί προς άλλους – είναι μια κοινοτοπία αυτή. Οι δυο τούτες καταστάσεις που μας κάνουν να ντρεπόμαστε, όταν όντως μας κυριεύουν, είναι η ζήλια και ο φόβος. Ντρεπόμαστε και κρύβουμε τον φθόνο που μας παιδεύει, ντρεπόμαστε και κρύβουμε τη δειλία μας και τους πανικούς.
Η ζήλια ή οι φόβοι, εκτός από το ίδιο το τεράστιο βασανιστήριό τους, μας κάνουν να αισθανόμαστε εξαιρετικά άσχημα και μειονεκτικά, μας ρεζιλεύουν άμα τα αντιληφθούν οι άλλοι. Όταν τέτοια αισθήματα κινδυνεύουν να αποκαλυφθούν προς τα έξω – και πώς να μην αποκαλυφθούν αργά ή γρήγορα; – γυρεύουμε να βρούμε ένα σωρό ψευδοεξηγήσεις, δικαιολογίες, στρεψοδικίες, επικαλύψεις, κυρίως εκείνα που στην ψυχολογία ονομάζουμε εκλογικεύσεις, προκειμένου να αποκρύψουμε την αληθινή τους ποιότητα. Με τίποτα δεν αντέχουμε να μας θεωρήσουν φθονερούς ή δειλούς, τα άλλα μας ελαττώματα φαντάζουν πιο ανεκτά.
Ασφαλώς πολύ περισσότερο μας κυριεύει ντροπή, εάν ο φόβος μας φτάνει σε βαθμούς πανικού. Και όταν μιλάμε για κρίσεις πανικού εννοούμε τις απαίσιες – συνήθως απρόσμενες, απροειδοποίητες, ενίοτε ανεξήγητες εκ πρώτης όψεως – ταραχές, όπου ο φόβος δεν είναι απλώς ένας ισχυρός φόβος, φόβος ανασταλτικός, σίγουρα επώδυνος αλλά πάντα σχετικά οικείος, μα κάτι αφάνταστα προχωρημένο. Αισθάνεσαι πως πεθαίνεις, πως χάνεις μυαλό και ψυχή, τον αυτοέλεγχο, πως τρελαίνεσαι. Αδύνατο να το συμμεριστεί κάποιος εάν δεν έχει συμβεί και στον ίδιο, εάν δεν έχει ζήσει την εμπειρία. Δεν περιγράφεται...