Λίγες μόλις ημέρες μετά το αίτημα γονιών να γράψω ένα άρθρο σχετικά με την κατασκήνωση και το γιατί ένα παιδί δυσκολεύεται να αποχωριστεί τους γονείς του, μια νέα γυναίκα και μητέρα δύο παιδιών σε μια από τις συνεδρίες μας θυμάται πόσο πολύ της άρεσε η κατασκήνωση όταν εκείνη ήταν παιδί.
Αναπολεί με πολύ τρυφερότητα και ζωντάνια την περίοδο της αναμονής για την έναρξη της περιόδου της κατασκήνωσης. Για εκείνη η κατασκήνωση ήταν ένα διέξοδο από τη δύσκολη καθημερινότητα που ζούσε στο σπίτι. Οι γονείς της αναλώνονταν σε ατελείωτες συγκρούσεις, σιωπηλές και μη, με μοναδικό σκοπό την επικράτηση του ενός έναντι του άλλου.
Τα καθημερινά βλέμματα καθρέφτιζαν μόνο πίκρα, απογοήτευση, θυμό, αδικία και η ίδια χωρίς να το πάρει είδηση είχε αναλάβει το ρόλο να τους ευχαριστεί και να τους ανακουφίζει από τον πόνο τους. Η κατασκήνωση φάνταζε ως η μόνη ευκαιρία να ζήσει λίγο ανέμελα – χωρίς φυσικά να ξεχνά ποτέ και τι αφήνει πίσω της.
Την ίδια εβδομάδα, μια άλλη γυναίκα μου μιλά για την αγωνία της ότι η εξάχρονη κόρη της δεν θέλει να την αποχωρίζεται. Σε λίγο καιρό το παιδί θα πάει στο χωριό να μείνει με τους παππούδες μέχρι να πάρει εκείνη κι ο άντρας της την άδειά τους. Αναρωτιέται πώς θα φύγει το παιδί, όταν “είναι κολλημένη πάνω μου”.
Πέρα από τις ώρες του σχολείου, “την υπόλοιπη μέρα θέλει να είναι συνεχώς δίπλα μου κι αν είναι δυνατόν να μου κρατά και το χέρι. Ούτε για ύπνο το βράδυ δεν πάει μόνη της. Θέλει να κοιμάται δίπλα μου” μου λέει με πολύ αγωνία και ενοχή στη σκέψη, ότι κάνει δεν έχει κάνει σωστά με το παιδί της. Το βλέμμα της όμως κρύβει και μια ευχαρίστηση από αυτή τη στάση της κόρης της. Σαν να νοιώθει και μια ανακούφιση που έχει δίπλα της το παιδί...