Δεν γράφω για να θυμηθώ. Γράφω για να ξεχάσω τα όσα είδα το πρωί της Τρίτης στο Μάτι.
Ούτε και εγώ ξέρω πως βρέθηκα εκεί. Δεν σκόπευα να πάω. Πέντε σακούλες τρόφιμα ήθελα να πάω στη Ραφήνα, πήγα να τα αφήσω στα ΚΑΠΗ. Όμως το ένα έφερε το άλλο, γιατί άκουσα πως χρειάζονται εθελοντές και έτσι βρέθηκα στο δημαρχείο, μπας και με βάλουν να συσκευάσω κάνα φάρμακο ή καμιά κονσέρβα. «Είσαι νοσηλεύτρια;» με ρωτάνε. «Όχι» τους λέω. «έχεις αυτοκίνητο;», «ναι». Ούτε που κατάλαβα για πότε ξεκίνησα για το Μάτι μαζί με δύο πολιτικούς μηχανικούς για να καταγράψουμε τις ζημιές. Στο δρόμο λέγαμε για τις δουλειές μας, τις οικογένειές μας, τις διακοπές που έρχονται.
Όταν μπήκαμε στην περιοχή, παγώσαμε. Δεν μιλούσε πια κανείς.
Δεν υπήρχε τίποτα.
Μόνο μαύρο.
Ούτε δέντρα, ούτε θάμνοι, ούτε χώμα, ούτε σπίτια, ούτε αυτοκίνητα, ούτε άνθρωποι, τίποτα.
Μόνο μαύρο.
Δεν μιλούσε κανείς από τους τρεις μας.
Εκείνοι κοιτούσαν σοκαρισμένοι ένα μέρος που δεν γνώριζαν. Εγώ κοιτούσα σοκαρισμένη ένα μέρος που δεν αναγνώριζα.
Δεν θέλω να γράψω για τα όσα είδα, άκουσα και μύρισα τις 6 ώρες που παρέμεινα εκεί. Δεν θέλω γιατί δεν μπορώ, δεν θέλω γιατί με πονάει, δεν θέλω από σεβασμό στους 80 νεκρούς και άλλους τόσους αγνοούμενους. Δεν θέλω να κάνω αναμετάδοση από ένα νεκροταφείο.
Θέλω, όμως, να γράψω για ένα μέρος που αγαπάω και που κάποτε το γνώριζα πολύ καλά.
Για ένα μέρος ζωντανό, καταπράσινο και πανέμορφο, έναν τόπο χαράς και ανεμελιάς. Έναν μικρό παράδεισο που θα κουβαλάω για πάντα στην καρδιά μου, κι ας μην υπάρχει τίποτα στη θέση του πια.
10 αναμνήσεις μου από το Μάτι
- 1989. Κυριακές μεσημέρια ενώναμε 3 τραπέζια στο εξοχικό κέντρο «ο Βασίλης» και τρώγαμε ζουμερά μπιφτέκια και μπριζόλες. Τα μικρά παιδιά παίζουμε στην αυλή ή τρέχουμε πάνω κάτω μέσα στη μεγάλη σάλα. Η ταβέρνα βρίσκεται επάνω στη Μαραθώνος, στη συμβολή με την Τρίτωνος. Στην Τρίτωνος είναι και το σπίτι της θείας μου. Σκασμένοι από το φαΐ, μικροί και μεγάλοι, κατευθυνόμαστε στην αυλή της για απογευματινό ελληνικό καφέ και παγωτό καϊμάκι.
- 1992. Σάββατα στο σπίτι του φίλου του μπαμπά μου. Οι μπαμπάδες τα λένε στην αυλή, οι μαμάδες μαγειρεύουν και εγώ και οι αδερφές μου παίζουμε με τους δύο γιους, δυο πανέξυπνα αγοράκια που στη σοφίτα του σπιτιού έχουν φτιάξει τον δικό τους αυτοσχέδιο πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό, τον Jungle Fm. Στον πίσω κήπο τους κρέμονταν από ένα πανύψηλο πεύκο δυο τρομερές χειροποίητες κούνιες. Όποτε ανέβαινα, η καρδιά μου να κοντεύει να σπάσει.
- 1993. Η ξαδέρφη μου έχει μόλις πάρει το δίπλωμα και οδηγεί σαν την κότα γύρω γύρω τα στενά στο Μάτι. Καταλήγουμε για καφέ στον Φάρο, που έχει την πιο όμορφη θέα, κρέμεται πάνω από τη θάλασσα.
- 1994. Το καλύτερο κολατσιό είναι οι τυρόπιτες της Δήμητρας, ένα από τα πιο νόστιμα πράγματα που έχω φάει στη ζωή μου. Μεγάλες τριγωνικές τυρόπιτες τηγανισμένες, απλές ή σπέσιαλ, με ντομάτα και πιπεριά.
- Πηγαίνουμε για μπάνιο στο Κόκκινο Λιμανάκι, ψάχνουμε να απλώσουμε την πετσέτα μας κάπου καλά, όχι εκεί που έχει τα παχιά φύκια. Στην επιστροφή η ζέστη είναι αφόρητη και τα σκαλιά μας φαίνονται διπλάσια απ’ όσα ήταν όταν τα κατεβαίναμε.
- 1995. Η κολλητή μου παραθερίζει και εκείνη πια στο Μάτι. Περπατάω παραλιακά την Ποσειδώνος, περνάω μπροστά από ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, μυρίζει παντού πεύκο, ηλικιωμένες απλώνουν στο μπαλκόνι την πετσέτα τους να στεγνώσει για το αυριανό μπάνιο. Φτάνω στα Λίμπρα, το φλιπεράδικο που συγκεντρωνόμασταν όλα τα παιδιά για πακμαν και γνωριμίες. Τρώμε πατάτες με κιμά στο «Ένα».
- 1996. Μένω στο σπίτι της θείας μου, οι ξαδέρφες μου είναι πια μεγάλες και δεν έρχονται συχνά, βάφομαι με τα κάτι ξεχασμένα καλλυντικά που έχουν αφήσει πίσω. Στον Φάρο πίνουμε τα ποτά της εποχής, κίουι - σπράιτ και μπατίντα – μαλιμπού - πορτοκάλι.
- Πάμε θερινό σινεμά, βλέπουμε το trainspotting, είναι η ταινία της χρονιάς. Choose Life. Τα βράδια με πηγαινοφέρνει ένας φίλος με το παπί του για να μην περπατάω μόνη μου στην Κύπρου. Φοβάμαι πως ο θείος μου θα με κλειδώσει αν με δει επάνω σε μηχανάκι.
- 1997. Ξενυχτάμε στην «Πρόβα» στη Νέα Μάκρη, μαζί με μεγαλύτερα παιδιά. Φοράμε στράπλες τσίτια ή μικρά μαύρα φορέματα με τσόκερ στο λαιμό και ματ κραγιόν rosewood από το Bodyshop. Πίνουμε σφηνάκια και ζαλιζόμαστε, χορεύουμε μέχρι τελικής πτώσης. Εκεί, στη μέση του χορού, σκύβει και με φιλάει εκείνος με τον οποίο θα παρέμενα αθεράπευτα ερωτευμένη μέχρι να τελειώσω το λύκειο.
- 1998. Σάββατο βράδυ, κλειδώνουμε το σπίτι του για να γυρίσουμε στην Αθήνα. Είναι χειμώνας και στο Μάτι έχει πολλή παγωνιά, δεν ακούγεται απολύτως τίποτα. Βάζει μπροστά το αυτοκίνητο, περιμένουμε λίγο να ζεσταθεί το καλοριφέρ. Από τα ηχεία τώρα ακούγεται αυτό.