Μπορεί να φταίει ο ρυθμός που δίνει το ταμπούρο, μπορεί να φταίει ο ήχος του κλαρινέτου, που έχει κάτι το θλιμμένο και το επαναστατικό ταυτόχρονα. Μπορεί να φταίνε οι μελωδίες, παιγμένες δυνατά, με τη μπότα και τα τύμπανα που δίνουν αυτόν τον κοφτό παλμό. Κάτι φουσκώνει μέσα μου, μία διάθεση να πράξω «μεγάλα έργα», να τιμήσω την εθνική μου ταυτότητα, να δείξω ανδρεία και γενναιότητα. Τα εμβατήρια με πάνε πίσω, σε αναμνήσεις σχολικές, τότε ακόμη που η παρέλαση ήταν ένα γεγονός. Θυμάμαι τις πρόβες στο προαύλιο, τη φωνή του γυμναστή: « Ένα στο δεξί…, πιο ίσια την πλάτη…, πιο λεβέντικα, πιο δυναμικά..», τις προετοιμασίες για τη σχολική γιορτή, το ποίημα που μάθαινα για μέρες, ώστε να το απαγγείλω παραστατικά αλλά- προσοχή!- χωρίς στόμφο. Υπήρχε μία ιεροτελεστία στις ετοιμασίες που άρχιζε μέρες πριν. Η επιλογή της στολής, οι πρόβες για το θεατρικό που συνήθως ανεβάζαμε στη γιορτή, οι πρόβες για την παρέλαση, η γλυκιά αναμπουμπούλα των ετοιμασιών, το μάθημα της ιστορίας που προσαρμοζόταν έτσι ώστε να συμπίπτει με την εθνική εορτή. Όλα μας προετοίμαζαν, βήμα- βήμα, για να νιώσουμε αυτό που ονομάζουμε εθνική ταυτότητα.
Αλλά και στο σπίτι επικρατούσε ανάλογο κλίμα. Η μητέρα μου ετοίμαζε τη στολή, σιδέρωνε την μπλε πλισέ φούστα, άσπριζε τα γάντια, άκουγε το χιλιοειπωμένο ποίημα και, τις παραμονές, τραβούσε την κουρτίνα στο παράθυρο της κουζίνας και κοιτούσε τον ουρανό’ ακόμη κι αν έβρεχε καρεκλοπόδαρα, εκείνη έλεγε: « Αύριο θα έχει καταπληκτικό καιρό…» και βερνίκωνε ξανά και ξανά τα μοκασίνια. Πάντα την προηγούμενη της παρέλασης ετοίμαζε γλυκό, έβγαζε και σιδέρωνε τη σημαία, την κρεμούσε στο μπαλκόνι. Και είχαν οι κινήσεις της κάτι το τρομερά εξασκημένο, μία βιάση, μία επιμέλεια, σαν να της είχε δοθεί κι εκείνης ένας ρόλος στην εθνική γιορτή και να όφειλε να τον υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο. « Γιατί τα κάνεις όλα αυτά;» τη ρωτούσα. « Έτσι τα βρήκαμε και έτσι θα τα παραδώσουμε…» απαντούσε...
Διάβασε τη συνέχεια στο themamagers.gr