«Έλα! Έλα να δεις…» ακούστηκε το αγόρι πίσω από τις καλαμιές. Η γυναίκα περπάτησε προς τη φωνή του παραμερίζοντας με το χέρι τα σχίνα που σχημάτιζαν ένα ακανθωτό πλέγμα στο μονοπάτι. « Τι αργείς;» ξανακούστηκε ανυπόμονη η φωνή. «Έρχομαι, έρχομαι…» είπε εκείνη απολογητικά και τάχυνε κάπως το βήμα της.
Το αγόρι ήταν σκυμμένο πάνω από τα νερά, αρπαγμένο από κάτι βούρλα, με το κορμί του τεντωμένο τοξωτά πάνω από την όχθη. Η γυναίκα είδε την πλάτη του αγοριού να γυαλίζει γυμνή κάτω από τον ήλιο και για λίγο αφέθηκε σε έναν μητρικό θαυμασμό: Η ραχοκοκαλιά του μικρού άνοιγε προς τα πάνω σε δύο δυνατές ωμοπλάτες, που της έδωσαν, έτσι τυφλωμένη που ήταν από τον ήλιο του απομεσήμερου, την εντύπωση δυο κοκάλινων φτερών.
« Να ‘μαι! », είπε, λες και θα ‘παιρνε ένα βραβείο για την παρουσία της...
Διάβασε τη συνέχεια στο themamagers.gr