Επτά χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την τραγωδία στο Μάτι Αττικής που στοίχισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους, οι οποίοι μην έχοντας τρόπο διαφυγής, βρήκαν φρικτό θάνατο.
Χθες, ημέρα που αναμενόταν η πρόταση της εισαγγελέως για τους ενόχους, 29χρονη πλέον επιζήσασα από τη μεγάλη εθνική τραγωδία της 23ης Ιουλίου 2028, περιέγραψε τις φρικτές στιγμές που έζησε μαζί με τη γιαγιά της - που τελικά δεν τα κατάφερε -, μέχρι τη στιγμή που ένα καΐκι τη βρήκε μεσοπέλαγα μαζί με άλλους επιζήσαντες, και την έσωσε.
"Στις 23 Ιουλίου 2018 μπήκαμε στη θάλασσα στο Μάτι με τη γιαγιά μου, όχι για να κολυμπήσουμε, -δεν κολυμπούσε άλλωστε πλέον στη θάλασσα γιατί φοβόταν μην πάθει καρδιά, έλεγε-, ούτε για να χαρούμε το καλοκαίρι, αλλά για να σωθούμε. Η θάλασσα ήταν η μόνη μας επιλογή, η μόνη μας διέξοδος. Είχα χάσει ήδη μέσα στην μαυρίλα της φωτιάς και τους καπνούς τη μαμά μου και τον μπαμπά μου κι έτσι η απόφαση ήταν μονόδρομος, πήρα την γιαγιά και μπήκαμε στην θάλασσα", γράφει μεταξύ άλλων σε ανάρτησή της στο facebook.
"Την κράταγα με δυσκολία και της έλεγα να μη με σφίγγει γιατί θα πνιγούμε και οι δύο, εκείνη στην αρχή έλεγε ασυναρτησίες, είχε ξεκινήσει ήδη να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, είχε ζαλιστεί από τον καπνό και από το νερό που έπινε καθώς παλεύαμε να μείνουμε στην επιφάνεια. Άρχισε να βγάζει αφρούς απ' το στόμα και της γύρισαν τα μάτια. Ζητούσα βοήθεια και έκλαιγα με ουρλιαχτά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβα να τη σώσω.
Με πλησίασαν δύο παιδιά γύρω στα 30. Με ρώτησαν πως με λένε, τους απάντησα. Τους είπα πως η γιαγιά μου μάλλον έχει πεθάνει και τους ζήτησα να με βοηθήσουν να την βγάλουμε έξω στη στεριά. Μου είπαν πως δεν γίνεται να πλησιάσουμε έξω, να γυρίσουμε πίσω, πως η γιαγιά μου πέθανε και πως τώρα πρέπει να συνεχίσω το κολύμπι για να ζήσω, πως είμαι νέα. Μου είπαν να αφήσω την γιαγιά μου και να πάω μαζί τους, να πάμε πιο πέρα να μην έρχονται οι φλόγες και οι αναθυμιάσεις", έγραψε επίσης για τις συγκλονιστικές στιγμές που βίωσε και συνέχισε:
"Ξαφνικά εμφανίζεται ένα μικρό καΐκι. Ούρλιαξα με ότι είχα και δεν είχα από ενέργεια. Με όλη μου την δύναμη. Μας άκουσαν, δεν το πίστευα ότι μας άκουσαν! Ένα καΐκι ήρθε να σταματήσει την λούπα αυτή που είχαμε παραδοθεί. Ήταν ένας Λαυριώτης καπετάνιος με 8 Αιγύπτιους ψαράδες εργαζομένους στο ψαροκάικο του. Είχαν βγει να σώσουν ανθρώπους από την πυρκαγιά. Και μας έσωσαν, πράγματι αυτοί οι άνθρωποι μας έσωσαν από βέβαιο θάνατο.
Ανεβήκαμε στο καΐκι, μας έδωσαν κουβέρτες, νερά και φρούτα. Όταν φτάσαμε στην Ραφήνα, το λιμενικό μας ζήτησε ονόματα για καταμέτρηση. "Που ήσασταν; Που ήσασταν τόσες ώρες;" τους ούρλιαζα.
Διαβάστε περισσότερα στο thetoc.gr