Κάποτε, το ελληνικό σινεμά ήταν συνυφασμένο με το λαϊκό τραγούδι. Οι σκηνές στα κέντρα διασκέδασης αποτελούσαν κορύφωση σχεδόν σε κάθε σενάριο και οι καλλιτέχνες που πρωταγωνιστούσαν σε αυτές είχαν, περίπου, εξασφαλισμένη επιτυχία. Ανάμεσα σε εκείνους που οφείλουν σημαντικό μερίδιο της δημοφιλίας τους στον κινηματογράφο, ειδικά στην αρχή της καριέρας τους, είναι και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Με σχεδόν είκοσι εμφανίσεις στη μεγάλη οθόνη, ο εμβληματικός τραγουδιστής γίνεται ο ίδιος, τώρα, πηγή έμπνευσης στο "Υπάρχω" του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, όπου ενσαρκώνεται από τον επίσης μουσικό Χρήστο Μάστορα στην πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή του. Η βιογραφία προσελκύει ξεχωριστό ενδιαφέρον για μια σειρά από προφανείς λόγους, όπως το ότι προστίθεται σε ένα κλειστό κλαμπ ελληνικών παραγωγών που βασίζονται σε αληθινά πρόσωπα της λαϊκής κουλτούρας, η ρομαντική σκηνοθετική προσέγγιση, όμως, είναι που μας απασχολεί εν προκειμένω. Και επιπλέον, διερευνούμε το ερώτημα εάν τείνουμε να εισέλθουμε σε μια φάση του εγχώριου εμπορικού σινεμά όπου η νοσταλγία για το παρελθόν, σε συνδυασμό με την εμβάθυνση σε καθολικά γνώριμες καλλιτεχνικές προσωπικότητες, παίρνει εκ νέου τα ηνία του box office.
Μοναχικοί ξενύχτες
Μετά το τέλος της εποχής του κοινώς αποκαλούμενου "παλιού καλού ελληνικού σινεμά", δηλαδή τη δεκαετία του ‘70 που αναδείχθηκε ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, τα λαϊκά νυχτερινά κέντρα βγήκαν, κυριολεκτικά, από το πλάνο, συμβαδίζοντας με τους ευρύτερους μετασχηματισμούς στη διασκέδαση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο πως η πιο δημοφιλής απεικόνιση των "μπουζουκιών" εκείνης της περιόδου ανήκει στην "Παραγγελιά" (Παύλος Τάσιος, 1980) όπου παύουν να είναι τόπος ανταμώματος και μετατρέπονται σε απειλητικό σκηνικό βίας, αφού, θυμίζουμε, η υπόθεση βασίζεται στη δολοφονία τριών παρευρισκομένων στο "Νεράιδα" από τον Νίκο Κοεμτζή (1973). Λίγο αργότερα, το σπουδαίο "Ρεμπέτικο" (Κώστας Φέρρης, 1983) επαναφέρει στο προσκήνιο τις ρίζες της λαϊκής μουσικής και έναν πεπερασμένο κόσμο της νύχτας και του περιθωρίου.
Εδώ, επίσης, για πρώτη φορά οι ήχοι του ρεμπέτικου και των πρωτόλειων λαϊκών επανέρχονται στο σινεμά με όρους νοσταλγίας, καθώς παρακολουθούμε το οδοιπορικό μιας τραγουδίστριας (Σωτηρία Λεονάρδου) και μαζί μιας ολόκληρης χώρας, από τη Σμύρνη του 1917 έως την Αθήνα του 1955. Ακόμα μια εμβληματική κινηματογραφική στιγμή με φόντο τη σκηνή ενός μαγαζιού, και δη σκυλάδικου, η αψεγάδιαστη ενότητα του "Βιετνάμ" στο "Όλα Είναι Δρόμος" (1998) του Παντελή Βούλγαρη. Διάχυτη μελαγχολία και υπερηχητική ματαίωση ζώνουν τον κεντρικό ήρωα Μάκη Τσετσένογλου (Γιώργος Αρμένης), ένα "μετα-πασοκικό" υποκείμενο που λίγο πριν την αυγή του μιλένιουμ βρίσκει παρηγοριά και λύτρωση στην απόλυτη ισοπέδωση, τη κατάργηση των αυταπατών και το ανάθεμα της υλικότητας, αφού πια έχει χάσει όλα όσα αγαπάει. Συγγενές αισθητικά, αλλά και γεωγραφικά διότι τοποθετείται και αυτό στη Βόρεια Ελλάδα, το "Αυτή η Νύχτα Μένει" (Νίκος Παναγιωτόπουλος, 2000). Η διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Θάνου Αλεξανδρή εμβαθύνει στην ερωτική τρέλα και το πάθος που συνοδεύει τη λαϊκή μουσική, αποθεώνοντας παράλληλα τη γοητεία του τραγουδιού και το ρομαντισμό που παραμένει αυθεντικός, παρότι περιτριγυρίζεται από κυνισμό λουσμένο στο νοθευμένο αλκοόλ.
Διαβάστε περισσότερα στο athinorama.gr
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για τάσεις και νέα στη Μόδα, Celebrity και Gossip News στο missbloom.gr