Ο Matteo Garrone αναζητά έναν πλασματικό παράδεισο στη Δύση

Ο Ιταλός σκηνοθέτης του "Εγώ, Καπετάνιος" μιλάει για το γυρισμένο στην Αφρική μεταναστευτικό δράμα του, το οποίο βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας και απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ διεθνούς ταινίας.

ΓΡΑΦΕΙ: MissBloom TEAM

Τι σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με το μεταναστευτικό πρόβλημα;
Έχουμε δει εικόνες, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές, πάνω στην προσπάθεια πολλών Αφρικανών να φτάσουν στην Ευρώπη, αλλά υπάρχει ένα κομμάτι του ταξιδιού το οποίο παραμένει ακόμα άγνωστο. Τους ξέρουμε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά μόνον ως νούμερα, ως επιβάτες πλοίων, ως έγκλειστους σε στρατόπεδα προσφύγων... Η ταινία προσπαθεί να τους δώσει πρόσωπο, να μας αποκαλύψει το χαρακτήρα τους, το οικογενειακό παρελθόν και τις συνήθειές τους. Πάντα αναζητώ την ανθρώπινη κατάσταση και εδώ θέλαμε να υιοθετήσουμε την προσωπική ματιά του Σεϊντού και του Μούσα, των δυο αγοριών που ξεκινούν από το Ντακάρ για να φτάσουν στον ευρωπαϊκό παράδεισο.

Πόσο δύσκολο ήταν να προσεγγίσετε την αφρικανική νοοτροπία χωρίς να ξεπέσετε στη συγκατάβαση και το φολκλόρ;
Με βοήθησαν πολύ άνθρωποι οι οποίοι είχαν κάνει το ταξίδι, κάποιοι μάλιστα απ' αυτούς ήταν παρόντες στο σετ. Είναι οι αφανείς ήρωες της ταινίας. Σημαντική ήταν η συμβολή του Φοφανά, ενός νεαρού που τώρα ζει και εργάζεται στο Βέλγιο. Όσα μου περιέγραψαν τα πέρασα μέσα από τη δική μου οπτική και υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες έβλεπα πλάνα και αναρωτιόμουν: δικά μου είναι αυτά; Είναι για τη δική μου ταινία; Μου φάνηκαν πολύ αφρικάνικα, αλλά τελικά ήταν αυτό το οποίο επεδίωκα εξ αρχής. Είχα συνειδητά την κάμερα κοντά στα πρόσωπα των χαρακτήρων τόσο για να αποτυπώσω πιο ζωντανά το δράμα τους, όσο και για να μην απορροφηθώ από τα κλισέ του εξωτισμού και της καρτποσταλικής εικόνας.

Παρόλο που διατηρείτε ένα αφηγηματικό ύφος ντοκουμέντου, υπάρχουν στην ταινία ένθετα στοιχεία φαντασίας, τα οποία τη νοστιμίζουν και την ελαφραίνουν με έναν πρωτότυπο τρόπο.
Όχι μόνο στο "Πινόκιο" ή το "Παραμύθι των Παραμυθιών", αλλά ακόμα και στα Γόμορρα" υπάρχει το στοιχείο της υπέρβασης της πραγματικότητας, το οποίο νομίζω πως ζωηρεύει τους χυμούς της ταινίας. Την κάνει πιο απρόβλεπτη, πιο ενδιαφέρουσα από μια πιστή κόπια της αληθινής ζωής. Μ’ αυτό τον τρόπο, επίσης, το φιλμ είναι πιο εύκολο να επικοινωνήσει με το νεανικό κοινό, το οποίο θα το δει ως μια περιπέτεια και όχι σαν ακόμα μία διδακτική καταγγελία. Εδώ, βέβαια, υπήρχε η επιτακτική υποχρέωση να μην προσεγγίσουμε ένα τέτοιο θέμα, το οποίο αφορά 25.000 νεκρούς σε 15 χρόνια, με επιπολαιότητα και προσποιητό ενδιαφέρον. Η ευθύνη μας ήταν μεγάλη.

Διαβάστε περισσότερα στο athinorama.gr