Στην αρχή, η πληροφορία στα γραφεία του περιοδικού έφτασε ως φήμη. "Είναι δυνατόν να γίνει ξενοδοχείο το Ιντεάλ;" αναρωτιόμασταν όλοι, ανήμποροι να πιστέψουμε πως ένας ιστορικός όσο και ολοζώντανος κινηματογράφος, δίχως οικονομικά προβλήματα και όντας σημείο αναφοράς στο κέντρο, θα έπαυε να υπάρχει χωρίς αιτία από τη μία μέρα στην άλλη. Η απορία μας υπήρξε αφελής, σαφώς, καθώς γνωρίζουμε καλά πως ο αμείλικτος εξευγενισμός και η ραγδαία τουριστικοποίηση της Αθήνας είναι δυνάμεις κυνικές, οι οποίες δεν υπακούν πουθενά αλλού πέρα από την προσφορά και τη ζήτηση της αγοράς. Το άγχος μας έγινε πραγματικότητα μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο αιθουσάρχης του Άστορ, Μπάμπης Κονταράκης, εξέδωσε δελτίο τύπου μέσω του οποίου έκρουσε σήμα κινδύνου τόσο για το σινεμά του και το Ιντεάλ, όσο και το Αελλώ. Προειδοποίησε πως οι τρεις αίθουσες πρόκειται να δοθούν από τον e-ΕΦΚΑ, στον οποίο και άνηκαν, προς αξιοποίηση με σκοπό να γίνουν ξενοδοχεία. Ακολούθησε μαζική κινητοποίηση για να ανατραπεί η παραπάνω εξέλιξη, τόσο από επίσημους φορείς όσο και πολίτες, η οποία κορυφώθηκε με τη δράση "Τα Σινεμά μας, η Πόλη μας", στο πλαίσιο της οποίας οι δρόμοι του κέντρου πλημμύρισαν από κόσμο. Εν τέλει, Άστορ και Αελλώ διασώθηκαν, η εξέλιξη για το Ιντεάλ ωστόσο δεν ήταν η επιθυμητή.
Το Μάιο του 2023, το Κεντρικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφάσισε τον χαρακτηρισμό της χρήσης του κινηματογράφου Ιντεάλ ως διατηρητέας με ανησυχητικούς αστερίσκους. Και αυτό γιατί, όπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση, ενώ αναγνωρίζεται η διατηρητέα χρήση του σινεμά, ταυτόχρονα "θα επιτρέπεται η λειτουργία και άλλων πολιτιστικών χρήσεων καθώς και η χρήση του Συνεδριακού Κέντρου". Το οποίο πρακτικά σημαίνει πως βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του αναδόχου του κτιρίου όπου βρίσκεται το Ιντεάλ με ποιους όρους ακριβώς θα λειτουργεί. Και κινηματογράφος δηλαδή, αλλά όχι μόνο κινηματογράφος. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς διατύπωση που χρησιμοποίησε ο όμιλος Mitsis Hotels, στην ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται πλέον το κτίριο του Ιντεάλ, όταν σε ανακοίνωσή του δήλωσε αόριστα τις προθέσεις του για το σινεμά: "θα επεκταθεί η χρήση του κινηματογράφου, με αυτές του θεάτρου και του συνεδριακού κέντρου, κάτι που θα αναδείξει το χώρο, θα αναβαθμίσει τη χρήση του και θα αυξήσει την επισκεψιμότητά του". Διαβάστε ολόκληρη την τοποθέτηση εδώ.
Η χαρακτηριστική ασάφεια με την οποία εκφράστηκαν οι νέοι ιδιοκτήτες απλώς επιδείνωσε την αβεβαιότητα της κινηματογραφικής κοινότητας και ακόμα περισσότερο εκείνη των ανθρώπων που εργάζονται στο Ιντεάλ. Με τα δεδομένα να μην αλλάζουν στη συνέχεια και με την ηχηρή απουσία οποιασδήποτε πολιτικής πρωτοβουλίας πάνω στο ζήτημα, φτάσαμε στο σημείο την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές το σινεμά να μετρά αντίστροφα για το οριστικό κλείσιμό του. Μοναδικό βάλσαμο, ο κόσμος ο οποίος επισκέπτεται μαζικά το Ιντεάλ τους τελευταίους μήνες - ιδιαίτερα στις ασφυκτικά sold out προβολές των "Νυχτών Πρεμιέρας", θέλοντας από τη μία να στηρίξει την αίθουσα ευελπιστώντας σε κάποια ανατροπή της τελευταίας στιγμής, από την άλλη να αποχαιρετίσει έναν κινηματογράφο ο οποίος έχει αγαπηθεί όσο λίγοι από τους Αθηναίους. Σε αυτό το κλίμα και ως ελάχιστο φόρο τιμής, αποφασίσαμε στο "α" να δώσουμε το λόγο στους ανθρώπους που επί δεκαετίες δουλεύουν στο Ιντεάλ και με τους οποίους το περιοδικό έχει συνάψει διαχρονική σχέση, έχοντας μοιραστεί αμέτρητα "κλεισίματα" προγράμματος, πρωινά σε δημοσιογραφικές προβολές και νύχτες κάτω από τη μαρκίζα του σινεμά.
Γιατί τα ξενοδοχεία που έχουμε μείνει ξεχνιούνται, όμως τα σινεμά που έχουμε κλάψει μένουν μέσα μας για πάντα.
Ο λόγος στους ανθρώπους του Ιντεάλ:
Αριστέα Χιώτη (υπεύθυνη box office, λογιστήριο)
"Εργαζόμουν στο Σπέντζο από το 1975 μέχρι το 2013. Αρχικά ήμουν αποκλειστικά η λογίστρια του γραφείου διανομής, ωστόσο αργότερα πέρασα στο ταμείο του Ιντεάλ. Τώρα, το πώς προέκυψε να ασχοληθώ με το box office ήταν κάτι εντελώς τυχαίο. Λίγο αφότου είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες ανακαίνισης και ήμασταν έτοιμοι να ανοίξουμε, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, φάνηκε κάπως αυτονόητο πως, όντας λογίστρια, θα μπορέσω να αναλάβω και αυτό το ταμείο. Δεν είχαμε καν καρέκλα, δανειστήκαμε μία από διπλανό καφενείο! Ύστερα, για πολλά χρόνια έκανα παράλληλα και τις δύο δουλειές. Ήταν πολύ δύσκολα, διότι δεν είχαμε ρεπό, δε βλέπαμε Πάσχα-Χριστούγεννα… Ωστόσο, ξέρεις ποιο ήταν το πιο κουραστικό; Τα τηλέφωνα! Γιατί τα απογεύματα ενώ έτρεχαν τα θέματα του Ιντεάλ, είχα και τους πελάτες του γραφείου να εξυπηρετήσω για άλλες εκκρεμότητες. Όμως, τα τελευταία 24 χρόνια περίπου που εργαζόμουν, ήμουν μόνο στο ταμείο".
Τα καθίσματα του Ιντεάλ
"Τη δεκαετία του ‘80 το Ιντεάλ δεν είχε καμία σχέση με όσα βλέπεις σήμερα. Σκέψου μονάχα ότι εκεί που βρίσκεται το μπαρ προηγουμένως ήταν εξώστης. Όλες οι αλλαγές έγιναν στην αρχική ανακαίνιση, όπως για παράδειγμα οι τοιχογραφίες του Άγγελου Αντωνόπουλου με θέμα την εξέλιξη του καθίσματος, για τις οποίες εργάστηκε πολύ σκληρά. Όμως, το 1990 έχοντας μόλις ολοκληρωθεί οι εργασίες, ξέσπασε από ατύχημα η πυρκαγιά που μας κατέστρεψε. Εκείνο το βράδυ ήρθα άρον - άρον από το σπίτι μου στο Κουκάκι και βρήκα κλειστή την Πανεπιστημίου από την αστυνομία, η οποία δε με άφηνε να περάσω. Τότε με αναγνώρισε ένας αξιωματικός και μου έδωσε άδεια να προσεγγίσω το σινεμά. Δύο χρόνια είχαμε ξανά φωτιές, προερχόμενες αυτήν τη φορά από το διπλανό εστιατόριο. Έτσι, με το που είχαν μπει τα πράγματα στη θέση τους, χρειάστηκε να ξεκινήσουμε από την αρχή. Πάντως, τότε βρήκαμε και τις καρέκλες που χρησιμοποιούνται έως σήμερα. Είχα ταξιδέψει μαζί με τον Σπύρο Σπέντζο στη Γαλλία για να τις βρούμε. Κόστιζε 45.000 δραχμές το κάθε κάθισμα, τα πήραμε από το εργοστάσιο της Quinette στη Νίκαια".
Οι θαμώνες
"Οι άνθρωποι που έρχονταν σταθερά στο Ιντεάλ είναι πάρα πολλοί. Θυμάμαι ήταν μια συνταξιούχος που έκοβε μειωμένο εισιτήριο, αλλά επειδή με συμπαθούσε πολύ μου έφερνε σοκολάτες για να με ευχαριστήσει. Παρόλο που κάθε φορά της εξηγούσα πως έτσι δεν είχε νόημα ότι πληρώνει φθηνότερο αντίτιμο, ήταν μάταιο! Άλλος πάλι, ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης, κάθε φορά μου έδινε τα καινούρια βιβλία του μαζί με ένα μωβ ζουμπούλι. Αντίστοιχα, ο καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης περνούσε εδώ πολλές ώρες, είχε απίστευτη προσωπικότητα!".
Διαβάστε περισσότερα στο athinorama.gr