Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο Martin Scorsese θα έχει μπει για τα καλά στην ένατη δεκαετία της ζωής του, έχοντας περάσει τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια πίσω από την κάμερα. Ο Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης γυρίζει αδιάκοπα ταινίες από τα 60s και πλέον, με τους "Δολοφόνους του Ανθισμένου Φεγγαριού", φτάνει αισίως τα 26 μεγάλου μήκους φιλμ. Το πιο εντυπωσιακό, βέβαια, δεν είναι τόσο η κινηματογραφική μακροζωία του όσο το πώς καταφέρνει να παραμένει κομμάτι της δημόσιας συζήτησης. Μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια, ο Scorsese έχει παραδώσει, μεταξύ άλλων, το "Λύκο της Wall Street", ο οποίος δεν έχει σταματήσει να ανακυκλώνεται στην ιντερνετική κουλτούρας, ενώ το 2019 πρόσθεσε ακόμα ένα αριστούργημα στη φιλμογραφία του με τον γκανγκστερικό "Ιρλανδό". Την ίδια στιγμή, μπορεί η εικόνα του να έχει κορεστεί από τις συχνές επικρίσεις του προς το εμπορικό χολιγουντιανό σινεμά και δη τα υπερηρωικά μπλοκμπάστερ, ωστόσο υπάρχει κάτι που δεν έχει αλλάξει στον δημιουργικό πυρήνα του αειθαλούς δημιουργού. Διατηρεί ακόμα τη φλόγα της περιέργειας, αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης των προσωπικών πεποιθήσεών του και εξακολουθεί να οραματίζεται σκηνές που καρφώνονται αμετάκλητα στο μυαλό. Στοιχεία που διαπνέουν τους διάρκειας τρεισήμισι ωρών "Δολοφόνους", μια ταινία με απροσδόκητη φρεσκάδα, η οποία, χωρίς να προσφέρει κάτι πρωτοφανώς ριζοσπαστικό, επιδεικνύει μια ζηλευτή νηφαλιότητα απέναντι στα πολύπλοκα και άκρως ευαίσθητα θέματα που ψηλαφεί.
Μαθήματα πολιτικής ιστορίας
Υπό μία έννοια, φτιάχνοντας τους "Δολοφόνους", ο Scorsese αναμετρήθηκε με μια σειρά από ανεξερεύνητα εν πολλοίς πεδία για τον ίδιο. Αυτό είναι το πρώτο γουέστερν του, είδος που αντιμετώπιζε διαχρονικά με δέος, καθώς πίστευε ότι το "τερμάτισε" ο Sam Peckinpah με την "Άγρια Συμμορία" (1969). Τον λες και υπερβολικό… Από την άλλη, μόλις για τρίτη φορά τοποθετεί τη δράση σε ένα πολιτισμικά μη λευκό αφηγηματικό πλαίσιο, μετά τα "Kundun" (1997) και "Σιωπή" (2016). Πιο συγκεκριμένα, ο σκηνοθέτης εμπνέεται από το ομώνυμο βιβλίο του David Grann, το οποίο εξετάζει μια σειρά αιματηρών γεγονότων στην Οκλαχόμα της δεκαετίας του 1920, όταν στον καταυλισμό της φυλής Οσέιτζ άρχισαν να σημειώνονται διαδοχικοί μυστηριώδεις φόνοι γηγενών, οι οποίοι ξεπέρασαν τους είκοσι. Η ανησυχητικά ανοδική τάση των θανάτων, σε μια περίοδο που καταγράφηκε ιστορικά ως "η βασιλεία του τρόμου" (reign of terror), οδήγησε την αμερικανική κυβέρνηση να επισπεύσει τη δημιουργία του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών, του γνωστού σε όλους FBI, το οποίο και ανέλαβε την εξιχνίαση της υπόθεσης.
Αυτό που μέχρις εδώ μοιάζει με ένα οικείο πλην όμως ακραίο αστυνομικό θρίλερ, έχει πολύ περισσότερο "ζουμί", αν λάβουμε υπόψη το πολιτικό φόντο των δολοφονιών. Διότι ο καταυλισμός των Οσέιτζ βρισκόταν σε μια περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου, τα οποία απέφεραν χιλιάδες δολάρια στους αποκλειστικούς δικαιούχους, δηλαδή σε όλα τα μέλη της φυλής. Έτσι, για ένα χρονικό διάστημα προέκυψε το παράδοξο, σε αυτό το κομμάτι της Οκλαχόμα, η ταξική ισχύς να μην ανήκει στους λευκούς, αλλά στους ιστορικά καταπιεσμένους. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εφευρέθηκαν τρόποι να ελέγχονται τα χρήματα των Οσέιτζ, όπως οι προσχηματικοί γάμοι γηγενών - λευκών για να μεταβιβάζονται τα κληρονομικά δικαιώματα στους τελευταίους και η νομική επιβολή "κηδεμόνων", δηλαδή διαχειριστών, στις καταθέσεις μελών της φυλής που δεν θεωρούνταν ικανά να έχουν τον έλεγχο των χρημάτων τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και λίγο πριν ξεσπάσει το μακελειό, η ταινία μάς συστήνει τον βετεράνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου Έρνεστ (Leonardo DiCaprio), ο οποίος πιάνει δουλειά για λογαριασμό του ισχυρού επιχειρηματία θείου του (Robert De Niro), που συνεργάζεται στενά με τους Οσέιτζ. Οι δυο τους διατηρούν παράλληλες παράνομες δραστηριότητες γύρω από τον καταυλισμό, οι οποίες αρχίζουν να περιπλέκονται όταν ο Έρνεστ ερωτεύεται κεραυνοβόλα και παντρεύεται τη γηγενή Μόλι (Lily Gladstone), η οποία διαθέτει πολύτιμα κεφάλαια "μαύρου χρυσού".
Δείτε περισσότερα στο athinorama.gr