Κριτική στις "Σφήκες" της Λένας Κιτσοπούλου

Με σημαντικότερο παθητικό την ποιότητα του κειμένου, η Λένα Κιτσοπούλου καθοδηγεί μια επιθεωρησιακού τύπου παράσταση που επιχειρεί -χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση- να κεντρίσει διάφορες νεοελληνικές παθογένειες.

ΓΡΑΦΕΙ: MissBloom TEAM

Η Λένα Κιτσοπούλου καταφεύγοντας σε μια ελεύθερη διασκευή των "Σφηκών" του Αριστοφάνη, όπου ο κωμωδιογράφος σατίριζε τη δικομανία των Αθηναίων, θέλησε κατά δική της δήλωση να εστιάσει σε σύγχρονες "σφήκες": σε σένα που "υφίστασαι μέσω της κακότητας", που "δηλώνεις την παρουσία σου ψάχνοντας εμμονικά τα αρνητικά του άλλου", που "επιδιώκεις την καταστροφή κάποιου που ούτε καν σχετίζεται μαζί σου". Ανιχνεύονται εδώ ανθρωποφαγικά μοτίβα και συμπεριφορές που παρατηρούνται πλέον στα "δικαστήρια" των κοινωνικών δικτύων και των τηλεπαραθύρων ("ήρθε ο καιρός να έχουμε όλοι άποψη, να πεθάνει όποιος δεν έχει άποψη", ακούγεται σε κάποιο σημείο), όμως το κείμενο απλώνεται και συμπεριλαμβάνει πληθώρα από τις θεματικές που απασχολούν συνολικά τη δημιουργό (ο ρατσισμός, ο συντηρητισμός, η κοινωνική σαπίλα, η ελληνική οικογένεια). Υπάρχει έτσι ήδη μια παρέκκλιση και μια αδυναμία κατασκευής ενός θεάματος με συμπαγέστερο πυρήνα, πράγμα ασυνήθιστο για την Κιτσοπούλου: οι παραστάσεις της, παρά την αναρχία και την πληθωρικότητα, διαπερνώνται συνήθως από ένα αόρατο αλλά υπαρκτό νήμα, διαθέτουν ένα κέντρο βάρους που εδώ απουσιάζει και τα περισσότερα δρώμενα μοιάζουν ατάκτως ερριμμένα.

Το σημαντικότερο παθητικό πάντως είναι η ποιότητα του κειμένου. Η Λένα Κιτσοπούλου μάς έχει συνηθίσει σε έργα και παραστάσεις που προκαλούν τις αντοχές μας, που καθρεφτίζουν την ασχήμια μας, που εκθέτουν τις πιο κακοφορμισμένες όψεις της κοινωνίας μας, που γκρεμίζουν τις ψευδαισθήσεις μας, όλα αυτά φυσικά με βιαιότητα και ωμότητα στα λόγια και στις σκηνικές πράξεις. Συνήθως όμως υπάρχει ένα κάτω κείμενο πίσω από τη φωνακλάδικη φόρμα, που μαρτυρά αγωνία, θυμό, νιάξιμο, όπως υπάρχει και ένα στιλ γραφής εμπνευσμένο, μια εκφεύγουσα ποιητικότητα, μια σαρδόνια γλώσσα, μια ευφυής πένα. Πού ήταν όλα αυτά στο ανέμπνευστο κείμενο των "Σφηκών"; Στον επί δεκαλέπτου μονόλογο σχετικά με τις (κυριολεκτικά) "πουτσότριχες"; Στη σάτιρα για το τουριστικό brand name της Ελλάδας και τα reality γεύσης μέσα από κρύα αστεία περί τυροκροκέτας; Στις κακές επιθεωρησιακές αναφορές σε γνωστά πρόσωπα της τηλεόρασης και της πολιτικής, χωρίς κάτι να τις πηγαίνει πέρα από το επίπεδο του χαβαλέ; Στο σαμποτάζ ενός από τα καλύτερα στοιχεία της παράστασης, τη "δικομανία" του πατέρα, που αποδόθηκε με μια ντελιριακή ερμηνεία από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό, με αποτέλεσμα να χαθεί μια ωραία ιδέα μέσα στις φωνασκίες;

Διάβασε περισσότερα στο athinorama.gr