Μόλις τέσσερις*! Τόσες είναι οι γυναίκες που ηγούνται εστιατορίων με υποψηφιότητα στις φετινές λίστες των Χρυσών Σκούφων, οι οποίοι φέτος γιορτάζουν 30 χρόνια ζωής. Μόλις τέσσερις γυναίκες και μάλιστα σε τρία εστιατόρια, από τα 136 που διεκδικούν δάφνες κορυφαίας γεύσης. Είναι ένα νούμερο τουλάχιστον αποκαρδιωτικό, αλλά και ενδεικτικό της παρουσίας των γυναικών στην κορυφή της σύγχρονης εγχώριας γαστρονομίας. Ή, πιο σωστά, της απουσίας τους.
Πρόκειται άραγε για κάποια μαγική, διαστρεβλωμένη εικόνα; Όχι, είναι η φωτογραφία της πραγματικότητας, όπως απαθανατίζεται μέσα από τη σειρά τακτικών επισκέψεων της γευσιγνωστικής επιτροπής των Χρυσών Σκούφων (επί της οποίας προεδρεύει γυναίκα, παρεμπιπτόντως) σε εκατοντάδες εστιατόρια ανά την Ελλάδα, την αξιοπιστία των οποίων εγγυώνται κανόνες που έχουν καθιερώσει τον γαστρονομικό θεσμό ως τον κορυφαίο της χώρας.
Πού είναι, λοιπόν, οι γυναίκες;
Αυτό είναι ένα ερώτημα που έχει μείνει απαράλλαχτο στα 30 χρόνια των Χρυσών Σκούφων, κι είναι ένα ερώτημα ταυτόχρονα δύσκολο, αλλά και εύκολο να απαντηθεί. Θα σας το έχουν, άλλωστε, απαντήσει ξανά.
Είναι, για παράδειγμα, ένα ζήτημα ιστορικό: στη μελέτη τους για την παρουσία των γυναικών στις κουζίνες του Βυζαντίου, ο Ηλίας Αναγνωστάκης και η Μαρία Λεοντσίνη (ομότιμος δ/ντης ερευνών και κύρια ερευνήτρια του Τομέα Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, αντίστοιχα) ταξίδεψαν με την ιστορική τους χρονοκάψουλα στην Αίγυπτο του Ραμσή, όπου βρήκαν το ρόλο του μάγειρα πρωτίστως ταυτισμένο με τον ευνούχο που κράδαινε τη μάχαιρα για τη σφαγή των ζώων – δουλειά μεγάλης αγριότητας, με την οποία οι γυναίκες σίγουρα δεν θα επιτρεπόταν να έχουν καμία σχέση κι έτσι περιοριζόντουσαν στην αρτοποιεία και τη βύνη.
Ταυτόχρονα, είναι ζήτημα θρησκευτικό: κατά τον Πλούταρχο, το οψοποιείν και το μαγειρεύειν, ως ασχολίες που προϋπέθεταν τη θυσία του κρέατος και τον τεμαχισμό του, ήταν ασχολίες τόσο απαγορευμένες για τις γυναίκες όσο άβατο ήταν το ιερόν και το θυσιαστήριον. Κι αργότερα, όταν οι σκοταδιστικές αντιλήψεις ξεπεράστηκαν, το ζήτημα παρέμεινε ως κοινωνικό: η γυναίκα δεν είχε δουλειά στην επαγγελματική κουζίνα, γιατί η γυναίκα δεν είχε δουλειά στον επαγγελματικό στίβο εν γένει.
Στις μέρες μας, που όλα τα παραπάνω είναι πια παρωχημένα, η απάντηση για την ελλιπή εκπροσώπηση των γυναικών στις εθνικές μας γαστρονομικές κορυφές είθισται να εντοπίζεται κυρίως στον βιολογικό παράγοντα και τα πρακτικά ζητήματα: η απαιτητική χειρωνακτική φύση της δουλειάς ήταν και παραμένει ένα από τα πιο αποτρεπτικά της χαρακτηριστικά, ο δε ρόλος της γυναίκας ως μητέρα θεωρείται ασύμβατος με τα εξαντλητικά ωράρια που απαιτεί μια υψηλή θέση σε μια υψηλών απαιτήσεων κουζίνα. Μπορεί, όμως, να είναι ακόμη έτσι;
Δείτε περισσότερα στο athinorama.gr