Ο Σταμάτης Φασουλής μιλά στην Αλεξάνδρα Τσόλκα και το περιοδικό Down Town Κύπρου για την εμπειρία του στο Your Face Sounds Familiar και αποκαλύπτει ποιοι κατά την γνώμη του διαγωνιζόμενοι ξεχώρισαν στο παιχνίδι.
Η τηλεόραση τελικά, σου αρέσει; Εννοώ αυτού του είδους. Η φαντασμαγορική, εκείνη που συμμετείχες, που είσαι ο εαυτός σου και όχι η μυθοπλασία…
Μια χαρά πέρασα, εγώ, εκεί. Μια χαρά! Στην αρχή είχα τρακ. Δεν ήξερα πώς το αντιμετωπίζουν αυτό το είδος. Ήταν, όμως, όλοι τόσο πολύ άνετοι και με έκαναν να νιώσω νωρίς πως δεν υπήρχε κανένα άγχος. Ίσως γιατί κανένας απ’ τους συμμετέχοντες δεν θα έφευγε, θα έπαιρναν όλοι τα ίδια λεφτά, για τις ίδιες μέρες. Έτσι κύλησαν τα πράγματα χωρίς εκνευρισμούς, γιατί οι αντίθετες συνθήκες, όσο να ‘ναι, αλλάζουν τις αντιδράσεις. Ξέρεις, λέγαμε με την Κάτια να το κάνουμε κάποτε κι εγώ το έβλεπα να έρχεται…
Τι σου έμεινε απ’ όλο αυτό;
Πως όλα κύλησαν ωραιότατα. Τι άλλο να μου μείνει δηλαδή; Τι εννοείς; Εντυπωσιάστηκα με τους ρυθμούς παράγωγης. Εν ριπή οφθαλμού άλλαζαν όλα, εκεί που στο θέατρο βασανιζόμαστε με τις ώρες. Ήταν αποτελεσματικοί και ταχύτατοι όλοι. Μετά, βέβαια, έμαθα πως δουλεύουν 600 άτομα σε τέτοια παραγωγή, ενώ εμείς είμαστε οι φτωχοί συγγενείς στο θέατρο. Ούτε στον ύπνο μας αυτά! Φυσικά η διαφημιστική πίτα του θεάτρου είναι νηστίσιμη και πού τέτοιες πολυτέλειες…
Απ’ όλο αυτόν τον μαραθώνιο αλλαγής προσωπικοτήτων των Κυριακών, ποια στιγμή ή ποιο πρόσωπο, σε αιφνιδίασαν;
Δεν περίμενα την Αποστολία Ζώη, ειδικά ως Τάνια, ως Κιμ. Τον Γαρδέλη, που τον ξέρω από όταν βγήκε, στις εμφανίσεις ήταν ίδιος όμως. Καλά, η Μαγγίρα είναι επαγγελματίας. Δεν παίζεται! Χάρηκα ακόμα, τον Κρητικό πολύ ως Ξυλούρη και θαύμασα τα φωνητικά προσόντα του Μπέκε. Δεν τον είχα ακούσει πριν, γιατί όταν εμφανιζόταν με τους άλλους πρόσεχα το σύνολο. Μα, έχει τέτοια έκταση που εντυπωσιάστηκα. Και με πολλές εμφανίσεις όλων εντυπωσιάστηκα. Όσο για την επιτροπή; Μα, είμαστε γνωστοί και συνεργάτες χρόνια. Και με τον Μουτσινά έχω δουλέψει στις πρώτες του εμφανίσεις, όταν έκανα στο «Ήβη», της Δήμητρας Παπαδοπούλου, το «Καμένα Βούρλα». Με την Κατερίνα είχαμε την περιοδεία με το θέαμα για τη Μαρινέλλα και με τον Πέτρο Φιλιππίδη, δεν ξέρω πόσες φορές έχουμε συνεργαστεί, μπορεί και εκατό χιλιάδες. Ήμουν πολύ ασφαλισμένος! Προετοιμαζόμουν, όμως, πολύ! Δεν γίνεται αλλιώς! Τι; Να εμφανιστείς την Κυριακή χωρίς προετοιμασία; Δεν θα άντεχες λεπτό! Και μάλιστα με ανθρώπους απέναντι που τους είχε βγει η Παναγία, όλη την εβδομάδα; Κάθε πρόσωπο το μελετούσα και όχι μόνο στο κομμάτι που θα βλέπαμε αλλά στο σύνολο. Για παράδειγμα, τη Δαλιδά δεν την είδα μόνο στο «Τζίτζι» αλλά και σε ό,τι υπήρχε από υλικό της και πρόσεχα τις λεπτομέρειες και καταπιανόμουν. Σκηνοθετικά, δηλαδή, το έβλεπα.
Είσαι στο νησί, όμως, και τώρα όλα είναι μακρινά, αλλά ο χειμώνας που μας έρχεται πώς αισθάνεσαι πως θα ‘ναι; Τι θα ‘ναι αυτά που μας περιμένουν;
Σκούρα! Άσχημα! Δεν βλέπω ωραίο χειμώνα να βγάζουμε και δεν υπάρχει και διέξοδος. Το μεγάλο πρόβλημα, το οικονομικό, στο οποίο θα πρέπει να βρεθούν λύσεις, πάει πίσω και ψάχνεται το πού θα δοθούν οι τηλεοπτικές άδειες, αλλά και ο εκλογικός νόμος. Ένας μεγάλος αποπροσανατολισμός πετυχαίνει και σημειώνεται και η μεγάλη, η φοβερή καούρα της κυβέρνησης να γίνει καθεστώς, νόμιμα πια. Θα τα καταφέρει να δώσει καμία λύση άραγε ή θα μας διαλύσει; Ποιος ξέρει; Θα δείξει! Αλλά αισθάνομαι, πως το έδαφος τρέμει κάτω απ’ τα πόδια μου, κουνιέται όλη η γη. Μακάρι να είναι δικό μου, μόνο, αίσθημα αυτό. Μακάρι! Το εύχομαι…
Δεν πήρες και πίκρες, όμως, απ’ αυτή τη τέχνη! Δεν είχες αποτυχίες, ήττες…
Ποιος το είπε; Γιατί δεν είχα αποτυχίες; Μωρέ, αποτυχιάρες μεγάλες και φοβέρες ήττες. Και όχι μόνο εμπορικές, αλλά και ουσιαστικές που αντιμετωπίζεις το πώς δεν κατάφερες τίποτα! Και μετά μαζεύεσαι, οργανώνεσαι και πας για άλλα κατευθείαν! Κι αυτό είναι απόλαυση σ’ αυτή τη δουλειά…
Τι σε θυμώνει, σε κάνει έξαλλο από τη ζωή γύρω μας;
Έχω ανοσία, πια! Δεν γίνομαι έξαλλος, όπως παλιά. Αρκετά! Δεν θυμώνω. Δεν μπορώ. Απογοητευμένος, είμαι. Πλήρως! Κι αυτό δεν είναι τίποτα καινούριο, μη νομίζεις. Όλος ο ελληνικός λαός, καθόμαστε, σαν υπνωτισμένο ποντίκι.
Γιατί λες εσένα; Γιατί σ’ αγάπησαν πολύ οι Έλληνες; Το κοινό; Τι είχες και τι όχι;
Μ’ αγάπησαν; Δεν ξέρω αν μ’ αγάπησαν! Δεν ξέρω! Ίσως επειδή αγάπησα πολύ το θέατρο… όχι, όχι… βλακείες θα σου πω, προχειρότητες! Πάντα το κυνηγάω αυτό που λες. Μες απ’ τις ιστορίες, πάνω στη σκηνή, αυτό κυνήγαγα πάντα. Κι αυτό δεν είναι; Το να συνεννοηθούμε μέσα από ένα αίσθημα!
Είσαι ευτυχισμένος;
Δεν με ρωτάω! Αποφεύγω. Κι αυτό είναι το ύποπτο. Άλλα, δεν μπορώ να πω, ότι είμαι και δυστυχισμένος. Ο Μπαρτ λέει, τι μπορεί να πει ένας καλλιτέχνης στη ζωή, αυτή τη στιγμή; «Τρελός δεν το μπορώ! Κανονικός, δεν το καταδέχομαι! Απλώς νευρωσικός!»…