Ο άπιαστος Βλάσσης Μπονάτσος

Οσοι τον γνώρισαν καλά, τον αγάπησαν βαθιά και δεν έχουν ξεπεράσει το γεγονός ότι τους την "έσκασε" πριν από είκοσι χρόνια

ΓΡΑΦΕΙ: MissBloom TEAM

Το πιο αντιπροσωπευτικό πράγμα που πιστεύω έχει ακουστεί για τον Βλάσση είναι ότι έμοιαζε με το παιδί από το καλό σπίτι που πηδούσε τη μάντρα. Δεν θυμάμαι ποιος το είπε αλλά σίγουρα κάποιος που τον κατάλαβε. Αλλά και έξω από τη μάντρα του καλού σπιτιού του - ήταν γιος δικαστικού και καθηγήτριας πιάνου- ο Βλάσσης διατηρούσε την καλλιέργειά του, τους καλούς του τρόπους, και την καθόλου προσποιητή ευγένειά της ψυχής του.

Η αμεσότητά του ήταν σαρωτική, το ίδιο και ο αυθορμητισμός και το χιούμορ του που μπορούσε να "ξεκλειδώσει" και τις πιο δύσκολες περιπτώσεις. 'Οσοι τον γνώρισαν καλά, τον αγάπησαν βαθιά και δεν έχουν ξεπεράσει το γεγονός ότι τους την "έσκασε" πριν από είκοσι χρόνια. Τον Βλάσση λένε τον πλησίαζες εύκολα αλλά για να παραμείνεις στη ζωή του απαιτούσε κόπο. Ήταν άπιαστος σαν τον αέρα και ήταν αδύνατον να ακολουθούσες τους non stop ρυθμούς του. Οι τυχεροί που συνδέθηκαν μαζί του, θυμούνται έναν καλό φίλο που τους μετέδιδε τη χαρά , την τρέλα και την αισιοδοξία του. Θυμούνται επίσης της αμίμητες δικαιολογίες για κάθε φορά που τους έστηνε. Φτάνοντας καθυστερημένος σε ένα γύρισμα των Απαράδεκτων, είχε πει ότι είχε κλειστεί σε ένα ασανσέρ με Ιάπωνες!

Πίσω από τη φοβερή χαλαρότητα και άνεσή του - δεν κόλωνε πουθενά- υπήρχαν καλά κρυμμένες ανασφάλειες, ευαισθησίες και ανησυχίες, ιδιαίτερα μεταφυσικές. Είναι γνωστό ότι τον απασχολούσε πολύ το τι συμβαίνει έξω από τον πλανήτη γη. Του άρεσε να τον αποκαλούν performer ίσως γιατί έτσι να υπονοούνταν ότι ήταν η περίπτωση του πολυδιάστατη καλλιτέχνη, της ταλεντάρας που με ό,τι καταπιανόταν το έκανε τέλεια.

ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ | Η πρώτη επαφή με τη σκηνή

Χαρισματικά άτομα σαν τον Βλάσση έχουν γεννηθεί για τη σκηνή. Την πρώτη φορά που πάτησε το stage λοιπόν ήταν με την ιδιότητα του τραγουδιστή του συγκροτήματος "ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ", στα τέλη της δεκαετίας του 60. Στην καλλιτεχνική διαδρομή του πάτησε και άλλες σκηνές, θεατρικές, τηλεοπτικά στούντιο και πλατό, απλώνοντας σε διαφορετικά είδη το σαρωτικό ταλέντο του.

Πίσω στους Πελόμα τώρα. Ήδη από το 1972, το συγκρότημα γνωρίζει μεγάλη απήχηση στο κοινό οι συναυλίες τους που γίνονταν σε μικρά κλαμπ και σε σχολεία, γέμιζαν από κόσμο.

Σε μία συναυλία του συγκροτήματος στο 17ο σχολείο Αρρένων στο Παγκράτι, αστυνομικοί προσπάθησαν να ρίξουν πρόωρη αυλαία. Τότε ο Μπονάτσος απευθυνόμενος στους αστυνομικούς είπε "Αφήστε μας να παίξουμε δύο κομμάτια, και μετά θα παίξουμε και τον Εθνικό υμνο. Τελικά η συναυλία κράτησε για ακόμα 25 λεπτά και ο Βλάσσης αποθεώθηκε από τον κόσμο. Το συγκρότημα διαλύθηκε, αλλά η επιτυχία του "Γαρύφαλλου" είχε κάνει τον Βλάσση Μπονάτσο ήδη διάσημο.

Στα 80s εμφανίστηκε δίπλα στη Βουγιουκλάκη Εβίτα, ως Τσε. Τον ρόλο τον πήρε με οντισιόν και μέχρι την πρεμιέρα η Αλίκη, τον είχε φρικάρει με τις απαιτήσεις της. Αργότερα τη δικαιολόγησε γιατί τότε η Βουγιουκλάκη ήταν στα χωρίσματα με τον Κύπριο επιχειρηματία, Γιώργο Ηλιάδη που είχε παντρευτεί κρυφά. Στην πρεμιέρα ο Βλάσσης παίρνει μεγαλύτερο χειροκρότημα από την Αλίκη, γεγονός που τη σοκάρει και την ιντριγκάρει ταυτόχρονα. Λίγους μήνες αργότερα ερωτεύονται και για τα επόμενα 5 χρόνια είναι μαζί.

Η Αλίκη λένε τον ζήλευε παράφορα και για χατήρι του είχε αλλάξει εντελώς τρόπο ζωής. Ξεκίνησε να βγαίνει, να διασκεδάζει, ήταν πολύ πιο προσιτή και μέσα στα πράγματα. Μετά το χωρισμό τους παρέμειναν δύο καλοί φίλοι και μάλιστα η Αλίκη είχε παροτρύνει τον Βλάσση και τη Μάρθα να παντρευτούν.

Στη Μάρθα ο Βλάσσης βρήκε τη γυναίκα της ζωής του. Την αγάπησε και τον αγάπησε και ο ερχομός της Ζένιας του άλλαξε εντελώς τη ζωή. Ο Βλάσσης σταμάτησε να βγαίνει τόσο πολύ, είχε γίνει συνεπής στα ραντεβού του και προτιμούσε μετά τη δουλειά, να γυρίζει, πάντα τραγουδώντας ή σφυρίζοντας στο σπίτι. Η Μάρθα σε συνέντευξή της στους "Πρωταγωνιστές" μιλώντας για την απώλεια του Βλάσση, είπε ότι υπήρχαν φορές που περίμενε να ακούσει τη μηχανή του και το σφύριγμα του, κάτω από το σπίτι τους.

Δυστυχώς, είκοσι χρόνια μετά, το κενό που άφησε πίσω του δεν καλύφθηκε και στη σοβαροφανή εποχή που διανύουμε, πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να λέει: "Πού είσαι ρε Βλάσση;"