Αν κάποια μπορεί να σηκώσει το βάρος της Φραγκογιαννούς, της εμβληματικής ηρωίδας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη είναι η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Δοκιμασμένη σε σαιξπηρικούς ρόλους και ρόλους- σταθμούς των αρχαίων τραγικών, όπως είναι η Μήδεια και η Αντιγόνη, δεν έχει μόνο ταλέντο, αλλά και το ψυχικό σθένος να σταθεί ως αρχέτυπο και να μεταφέρει το μήνυμα εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να φτάσει στους θεατές.
Τώρα, όλοι περιμένουμε να τη δούμε ως "Φόνισσα" στη μεγάλη οθόνη, ταινία που θα κάνει πρεμιέρα στις 30 Νοεμβρίου. Πρόκειται για το σκηνοθετικό εγχείρημα της Εύας Νάθενα, που βασίζεται στο έργο του Παπαδιαμάντη, σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Στην ταινία παίζουν επίσης η Έλενα Τοπαλίδου, η Πηνελόπη Τσιλίκα, η Γεωργιάννα Νταλάρα, η Νίκη Παπανδρέου, ο Χρήστος Στέργιογλου, ο Γιάννης Τσορτέκης, ο Στάθης Σταμουλακάτος και ο Δημήτρης Ήμελλος.
-H Φόνισσα είναι το κορυφαίο αριστούργημα όχι μόνο του Παπαδιαμάντη, ίσως και της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Και είναι πολύ διαφορετικό καθώς o Παπαδιαμάντης καταπιανόταν συνήθως με το καθημερινό κακό- το κακό και το άδικο του διπλανού ανθρώπου. Εδώ, αφηγείται το απόλυτο κακό: τον φόνο παιδιών, χωρίς να δίνει μάλιστα καθαρή λύση ή λύτρωση. Η ταινία τοποθετείται ως προς τη "λύση"; Και ποιες πτυχές της ιστορίας θέλει να φωτίσει;
Η ιστορία θα μπορούσε ν’ αρχίσει κάπως έτσι: Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε στον κόσμο ένα φωτεινό παιδί. Ένα υπέροχο κοριτσάκι που μόνο χαρά θα μπορούσε να φέρει στην οικογένειά του. Στο σπίτι όμως όλοι ήταν δυστυχισμένοι. Γιατί η κοινωνία είχε ήδη προδιαγράψει τη μοίρα του. Έχει προστάξει τους φτωχούς γονείς του να του δώσουν προίκα, αλλιώς δεν θα καταφέρει ποτέ να αγοράσει κι αυτό έναν αφέντη. Κι ο δύστυχος πατέρας, τραχύς μέσα στη φτώχια του, θα προτιμήσει να δώσει εντολή να πνίξουν το ίδιο του το παιδί. Γιατί είναι κορίτσι. Γιατί είναι γένους ανεπιθύμητου.
Θα μπορούσε να ’ναι ένα παραμύθι με κακούς δράκους. Είναι όμως μόνο μία από τις χιλιάδες αληθινές ιστορίες που συνέβαιναν εκείνες τις εποχές στην ελληνική κοινωνία. Κι αν το κορίτσι φανεί τελικά τυχερό και το αφήσουν να ζήσει, γρήγορα θα καταλάβει ότι ίσως δεν ήταν και τόσο τυχερό. Μια ζωή στη φτώχια και την εξαθλίωση, την απαξίωση και τους εξευτελισμούς, σκλάβα στα δεσμά της χωρίς αύριο. Δεν θα γνωρίσει ποτέ την αγάπη, ούτε καν από την ίδια της τη μάνα. Θα τη λένε Χαδούλα, αλλά θα ’ναι αχάιδευτη. Κι όταν γεράσει θα γίνει η Φραγκογιαννού. Μια φόνισσα. Που θα βλέπει τα άλλα μικρά κοριτσάκια που θα γεννιούνται και θα πονάει η ψυχή της. Γιατί αυτή θα ξέρει. Και δεν θα θέλει κανένα άλλο πλάσμα να ζήσει μια τέτοια χαμοζωή. Και θ’ αποφασίζει να τα "σώσει". Προσφέροντάς τους τον θάνατό τους. Έτσι θα πιστεύει. Ότι αυτό την προστάζει ο ίδιος ο Θεός. Ότι αυτή είναι η λύση.
Η ταινία ξέρει ότι αυτό δεν είναι "λύση". Ούτε λύτρωση. Θέλει όμως να ρίξει φως στα σκοτάδια. Να ξεσκεπάσει τα κρυμμένα μυστικά. Να κάνει τον θεατή να σκεφτεί. Και να δει τον αληθινό ένοχο.
Στο μυθιστόρημα η Φραγκογιαννού, που δεν ξέρει να κολυμπάει, πνίγεται λόγω της παλίρροιας στην αγωνιώδη της προσπάθεια να ξεφύγει από τους ανθρώπους του νόμου που την καταδιώκουν. "Μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης", όπως είναι η χαρακτηριστική τελευταία φράση του Παπαδιαμάντη. Στην ταινία η τελική έξοδος έχει έναν χαρακτήρα επαναστατικό, απόλυτα συνεπή με τον βασικό άξονά της, που είναι αυτή ακριβώς η επαναστατική διάθεση της Χαδούλας απέναντι στις κοινωνικές δομές που πνίγουν κάθε ικμάδα ζωής των μελών τους.